Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

) υποθέτω

См. также в других словарях:

  • υποθέτω — υποθέτω, υπέθεσα βλ. πίν. 137 Σημειώσεις: (υποθέτω) – υποτίθεται : ο αόριστος υποτακτικής χρησιμοποιείται κυρίως σε εκφρ. όπως: αν υποτεθεί αν υποθέσει κανείς, στην περίπτωση που ...). Εύχρηστη είναι και η μτχ. υποτιθέμενος αυτός για τον οποίο… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υποθέτω — Ν 1. θέτω νοερά κάτι ως δεδομένο ιδίως για εξαγωγή συμπεράσματος ή για εξήγηση απορίας (α. «ο γιατρός υποθέτει ότι ο πυρετός οφείλεται σε στομαχική διαταραχή» β. «δεν μάς έγραψες τόσον καιρό και υποθέσαμε ότι είσαι θυμωμένος») 2. (γενικά) νομίζω …   Dictionary of Greek

  • υποθέτω — υπόθεσα και υπέθεσα, υποτέθηκα 1. βάζω κάτι στο νου μου ως αφετηρία για συναγωγή συμπεράσματος ή για εξήγηση απορίας: Υποθέτω ότι απορρίφτηκε, γιατί δε διάβαζε. 2. νομίζω, θεωρώ κάτι ως πιθανό: Υπέθεσα ότι κάτι είχε πάθει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποθέτῳ — ὑπόθετος placed under masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επεικάζω — ἐπεικάζω (Α) εικάζω, υποθέτω, φαντάζομαι, στοχάζομαι, συμπεραίνω («ὡς δὲ ἐπεικάσαι» όσο μπορεί κανείς να υπολογίσει, Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εικάζω «υποθέτω, φαντάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • λογιάζω — μέσ. λογιάζομαι και λογιέμαι (Μ λογιάζω) 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, λογαριάζω, έχω στον νου κάτι («οπού χει γνώση κι ομυαλόν ετούτα ας τά λογιάζει», Ερωτόκρ.) 2. σχεδιάζω, σκοπεύω («βασιλέας τής Βλαχίας λογιάζει να δώσει ένα τάκο τη… …   Dictionary of Greek

  • προσυπολαμβάνω — Α 1. υποθέτω κάτι επί πλέον 2. συνεπάγομαι κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπολαμβάνω «θεωρώ, υποθέτω»] …   Dictionary of Greek

  • έλπω — ἔλπω και ἐέλπω (Α) 1. δίνω ελπίδες 2. (μέσ., ομαι) ελπίζω, περιμένω 3. μέσ. φοβάμαι κάτι («ἐλπόμενος δέ τὶ οἱ κακόν ἔσεσθαι», Ηρόδ.) 4. νομίζω, υποθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργητικός μεταβιβαστικός ενεστ. έλπω είναι υστερογενής έναντι τού αρχικού… …   Dictionary of Greek

  • ίσκω — (I) ἴσκω (Α) επιγρ. (διαφ. τ. επαναλ. ενεστ. τού εἶμι) πορεύομαι. (II) ἴσκω (Α) 1. κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω («φωνὴν ἴσκουσ ἀλόχοισιν» εξοιμοιώνοντας τη φωνή της με τη φωνή τών συζύγων, Ομ. Οδ.) 2. νομίζω κάποιον όμοιο με κάποιον,… …   Dictionary of Greek

  • αινίσσομαι — αἰνίσσομαι και αττ. αἰνίττομαι (Α) 1. μιλώ με γρίφους, αινιγματικά 2. υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω 3. εικάζω, υποθέτω, σχηματίζω στον νου μου την εικόνα ενός πράγματος 4. (με παθ. σημ.) δηλώνομαι με ασάφεια, σκοτεινά 5. φρ. «αἰνίσσομαι εἴς… …   Dictionary of Greek

  • απεικάζω — (AM ἀπεικάζω) [< απ(ο)* + εικάζω] 1. απεικονίζω, αναπαριστάνω 2. κάνω εικασία, υποθέτω 3. συμπεραίνω 4. αντιλαμβάνομαι, εννοώ νεοελλ. 1. αναγνωρίζω, διακρίνω κάτι από μακριά 2. γνωρίζω, ξέρω αρχ. 1. συγκρίνω, παραβάλλω 2. φρ. «ὡς ἀπεικάσαι»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»