-
1 υποθέτω
[ипотэто] р. полагать, предполагать, думать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υποθέτω
-
2 полагать
полагать υποθέτω, νομίζω я \полагатью. что... υποθέτω ότι...* * *υποθέτω, νομίζωя полага́тью, что… — υποθέτω ότι…
-
3 полагать
1. мат. υποθέτω, θεωρώ, δέχομαι, λαμβάνω ως δεδομένο 2. (предполагать, думать, считать) νομίζω, υποθέτω, φαντάζομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полагать
-
4 допускать
1. допускать \допускать из состава команды διαγράφω από την ομά δα 2. допускать, допустить 1) (разрешить) επιτρέπω, ανέχο μαι, παραδέχομαι \допускать к выбо рам επιτρέπω να ψηφίσουν 2) (предположить ) υποθέτω до пустим, что... ας υποθέσουμε ότι.... ◇ \допускать ошибку κάνω λά θος* * *= допустить1) ( разрешить) επιτρέπω, ανέχομαι, παραδέχομαιдопуска́ть к вы́борам — επιτρέπω να ψηφίσουν
2) ( предположить) υποθέτωдопу́стим, что... — ας υποθέσουμε ότι
••допуска́ть оши́бку — κάνω λάθος
-
5 предположить
-
6 считать
считать 1) μετρώ, λογαριάζω, υπολογίζω 2) (полагать) θεωρώ, νομίζω, υποθέτω; κρίνω (сделать заключение) \считаться υπολογίζω; θεωρούμαι, περνώ για... (слыть)* * *1) μετρώ, λογαριάζω, υπολογίζω2) ( полагать) θεωρώ, νομίζω, υποθέτω; κρίνω ( сделать заключение) -
7 полагать
полагатьнесов νομίζω, ὑποθέτω, φαντάζομαι:я \полагатью... ὑποθέτω, νομίζω, μοῦ φαίνεται· надо \полагать μποροῦμε νά ὑποθέσουμε. -
8 предполагать
предполагатьнесов1. (думать) ὑποθέτω, νομίζω:\предполагатью, что это так ἐγώ ὑποθέτω δτι ἔτσι εἶναι·2. (намереваться) σκοπεύω, προτίθεμαι:он \предполагатьет выехать послезавтра σκοπεύει νά ἀναχωρήσει μεθαύριο·3. (иметь своим условием) προϋποθέτω. -
9 думать
ρ.δ.1. σκέφτομαι, -πτομαι, διανοούμαι, στοχάζομαι, συλλογιέμαι, διαλογίζομαι•о чём вы -ете? τι σκέφτεστε;•
ему лень думать αυτός βαριέται, που ζει•
тут нечего думать γι' αυτό δε χρειάζεται καμιά σκέψη•
и не -ете это делать ούτε καν να το σκέφτεστε να το πράξετε.
2. υποθέτω, έχω τη γνώμη• νομίζω•придёт ли он? — я -ю θα έρθει άραγε αυτός; νομίζω думать ναι•
не -ю δε νομίζω, δεν πιστεύω•
что вы об этом: -ете? τι γνώμη έχετε γι' αυτό;
|| εικάζω, υποψιάζομαι, υποθέτω.3. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω•мне этот дом не нравится; я -ю продать его αυτό το σπίτι δε μου αρέσει, σκοπεύω να το πουλήσω.
4. φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι•-ю только о себе κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου•
он не -ет о других αυτός δε νοιάζεται για τους άλλους.
εκφρ.и не -ю – ούτε καν σκέφτομαι, δε με απασχολεί καθόλου•думать думу ή думушку – σκέφτομαι, σπάζω το κεφάλι μου•он много -ет о себе – αυτός έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του•не долго думать – χωρίς πολλή σκέψη (αδίσταχτα)•не думано – απρόοπτα•я -ю! – και βέβαια! εννοείται!μου φαίνεται, λογιάζω, κάνω τη σκέψη•мне -ется, что не приедет νομίζω πως δε θά 'ρθει•
всё вышло так, как -лось όλα ήρθαν έτσι, όπως τα λογάριαζα.
-
10 гипотеза
η υπόθεσ/η, η εικασίαстроить - ы κάνω - εις, υποθέτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гипотеза
-
11 допуск
1. (право входа{}доступа{}) η άδεια εισόδου/πρόσβασης 2. тех. η ανοχ/ήназначать - и ορίζω/προσδιορίζω τις - ές2. (предполагать) υποθέτω, θεωρώ, δέχομαι, λαμβάνω ως δεδομένο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > допуск
-
12 предполагать
1. (догадываться, судить предварительно) υποθέτω, θεωρώ, πιθανολογώ 2. (иметь своим условием, предпосылкой) προϋποθέτω, προβλέπω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предполагать
-
13 принимать
1. (брать у того, кто отдаёт) παίρνω, λαμβάνω 2. (брать в своё ведение, распоряжение) παίρνω, παραλαμβάνω, αναλαμβάνω 3. (брать кого-, что-л. под своё начальство) αναλαμβάνω, προσδιορίζω, ορίζω, προσλαμβάνω 4. (занимать вакантное место, должность и т.п) αποδέχομαι, μπαίνω 5. (включать в состав кого-, чегол.) περιλαμβάνω, παραλαμβάνω, δέχομαι 6. (допускать к себе для переговоров, для беседы) δέχομαι, υποδέχομαι 7. (напр. больного) δέχομαι 8. (проявлять какое-л. отношение к чему-л.) δέχομαι, συμφωνώ, παίρνω 9. (утверждать голосованием) ψηφίζω, παίρνω, εγκρίνω 10. (по радио, телеграфу, телефону) λαμβάνω 11. (приобретать ка-кой-л. вид, какие-л. особенности) αποκτώ 12. (напр. о лекарстве) παίρνω, λαμβάνω 13. (подвергать себя какой-л. процедуре) κάνω, παίρνω 14. (условно допускать что-л., предполагать) δέχομαι, υποθέτω, θεωρώ ^.(соглашаться) δέχομαι, αποδέχομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > принимать
-
14 рассчитывать
1. см. рассчитать( в 1 знач.) 2. (надеяться на что-л.считать чтол. возможным осуществимым) βασίζομαι, στηρίζομαι3. (предполагать) υποθέτω рассчитываться 1. см. рассчитаться( в 1 знач) 2. (нести ответственность за кого,что-л.) ευθύνομαι, λογοδοτώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рассчитывать
-
15 смотреть
1. (прибегать к помощи зрения, стараясь увидеть что-л.) κοιτάζω 2. (наблюдать за чем-л.) παρακολουθώ, παρατηρώ Засчитать, полагать, думать) νομίζω, σκέπτομαι, υπολογίζω, υποθέτω 4. (иметь попечение, заботиться ο ком-, чем-л.) επιβλέπωπροσέχω5. (осматривать) (с целью ознакомления) εξετάζω, (с целью проверки) επιθεωρώ 6. (знакомиться с содержанием чего-л.) μαθαίνω, γνωρίζω, ενημερώνομαι 7. (быть зрителем, присутствовать на каком-л. представлении) βλέπω, παρακολουθώ 8. (производить осмотр, освидетельствование кого-, чего-л.) εξετάζω, (επι)θεωρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смотреть
-
16 условиться
мат. υποθέτω ότι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > условиться
-
17 ожидать
1) περιμένω, αναμένω, προσμένω2) ( предполагать) υποθέτωя не ожида́л вас уви́деть — δεν περίμενα να σας δω
-
18 догадываться
догад||ыватьсянесов μαντεύω / ὑποθέτω (предполагать) / ὑπο-πτεύομαι, ὑποψιάζομαι (подозревать):я об этом давно́ \догадыватьсяываюсь ἀπό καιρό τό ὑποψιάζομαι. -
19 допускать
допускатьнесов1. (разрешать) παραδέχομαι, ἐπιτρέπω, ἀποδέχομαι, ἀνέχομαι:\допускать к экзамену ἐπιτρέπω νά πάρει μέρος στίς ἐξετάσεις· \допускать к выборам ἐπιτρέπω νά ψηφίσουν·2. (предполагать) παραδέχομαι, ἀποδέχομαι, ὑποθέτω:допустим, что это так ἄς ὑποθέσουμε δτι αὐτό εἶναι ἔτσι· ◊ \допускать ошибку κάνω λάθος. -
20 думать
дума||тьнесов1. σκέφτομαι, σκέπτομαι / συλλογίζομαι, στοχάζομαι (размышлять):не долго \думатья χωρίς πολλές σκέψεις, χωρίς δισταγμό· я даже не \думатью οὔτε τό σκέφτομαι· тут нечего \думать δέν χρειάζεται πολλή σκέψη·2. (полагать) νομίζω, μοῦ φαίνεται, ὑποθέτω, πιστεύω:\думатью, что он не прав νομίζω δτι δέν ἐχει δίκη ὁ, πιστεύω δτι ἐχει ἄδικο· не \думатьκ> δέν πιστεύω· что вы об этом \думатьете? τί γνώμη ἔχετε γι ' αὐτό;· вы так \думатьете? ἐτσι νομίζετε;·3. (намереваться) σκοπεύω, λογαριάζω, ἔχω πρόθεση [-ιν]:я \думатью остаться до́ма σκοπεύω νά μείνω στό σπίτι·4. (заботиться, интересоваться) σκέφτομαι, σκέπτομαι, νοιάζομαι:\думать» только о себе σκέφτομαι μόνο τόν ἐαυτό μου· не \думать о других δέν νοιάζομαι γιά τους ᾶλλους· ◊ и не \думатью! οὔτε μοῦ πέρασε ἀπ' τό μυαλό!, οὔτε τό σκέπτομαι!· и \думать нечего μή διστάζεις καθόλου· много о себе \думать ἔχω μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτό μου· \думатьться безл разг φαίνεται:мне \думатьется, что... μοῦ φαίνεται, πώς...
- 1
- 2
См. также в других словарях:
υποθέτω — υποθέτω, υπέθεσα βλ. πίν. 137 Σημειώσεις: (υποθέτω) – υποτίθεται : ο αόριστος υποτακτικής χρησιμοποιείται κυρίως σε εκφρ. όπως: αν υποτεθεί αν υποθέσει κανείς, στην περίπτωση που ...). Εύχρηστη είναι και η μτχ. υποτιθέμενος αυτός για τον οποίο… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υποθέτω — Ν 1. θέτω νοερά κάτι ως δεδομένο ιδίως για εξαγωγή συμπεράσματος ή για εξήγηση απορίας (α. «ο γιατρός υποθέτει ότι ο πυρετός οφείλεται σε στομαχική διαταραχή» β. «δεν μάς έγραψες τόσον καιρό και υποθέσαμε ότι είσαι θυμωμένος») 2. (γενικά) νομίζω … Dictionary of Greek
υποθέτω — υπόθεσα και υπέθεσα, υποτέθηκα 1. βάζω κάτι στο νου μου ως αφετηρία για συναγωγή συμπεράσματος ή για εξήγηση απορίας: Υποθέτω ότι απορρίφτηκε, γιατί δε διάβαζε. 2. νομίζω, θεωρώ κάτι ως πιθανό: Υπέθεσα ότι κάτι είχε πάθει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποθέτῳ — ὑπόθετος placed under masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεικάζω — ἐπεικάζω (Α) εικάζω, υποθέτω, φαντάζομαι, στοχάζομαι, συμπεραίνω («ὡς δὲ ἐπεικάσαι» όσο μπορεί κανείς να υπολογίσει, Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εικάζω «υποθέτω, φαντάζομαι»] … Dictionary of Greek
λογιάζω — μέσ. λογιάζομαι και λογιέμαι (Μ λογιάζω) 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, λογαριάζω, έχω στον νου κάτι («οπού χει γνώση κι ομυαλόν ετούτα ας τά λογιάζει», Ερωτόκρ.) 2. σχεδιάζω, σκοπεύω («βασιλέας τής Βλαχίας λογιάζει να δώσει ένα τάκο τη… … Dictionary of Greek
προσυπολαμβάνω — Α 1. υποθέτω κάτι επί πλέον 2. συνεπάγομαι κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπολαμβάνω «θεωρώ, υποθέτω»] … Dictionary of Greek
έλπω — ἔλπω και ἐέλπω (Α) 1. δίνω ελπίδες 2. (μέσ., ομαι) ελπίζω, περιμένω 3. μέσ. φοβάμαι κάτι («ἐλπόμενος δέ τὶ οἱ κακόν ἔσεσθαι», Ηρόδ.) 4. νομίζω, υποθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργητικός μεταβιβαστικός ενεστ. έλπω είναι υστερογενής έναντι τού αρχικού… … Dictionary of Greek
ίσκω — (I) ἴσκω (Α) επιγρ. (διαφ. τ. επαναλ. ενεστ. τού εἶμι) πορεύομαι. (II) ἴσκω (Α) 1. κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω («φωνὴν ἴσκουσ ἀλόχοισιν» εξοιμοιώνοντας τη φωνή της με τη φωνή τών συζύγων, Ομ. Οδ.) 2. νομίζω κάποιον όμοιο με κάποιον,… … Dictionary of Greek
αινίσσομαι — αἰνίσσομαι και αττ. αἰνίττομαι (Α) 1. μιλώ με γρίφους, αινιγματικά 2. υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω 3. εικάζω, υποθέτω, σχηματίζω στον νου μου την εικόνα ενός πράγματος 4. (με παθ. σημ.) δηλώνομαι με ασάφεια, σκοτεινά 5. φρ. «αἰνίσσομαι εἴς… … Dictionary of Greek
απεικάζω — (AM ἀπεικάζω) [< απ(ο)* + εικάζω] 1. απεικονίζω, αναπαριστάνω 2. κάνω εικασία, υποθέτω 3. συμπεραίνω 4. αντιλαμβάνομαι, εννοώ νεοελλ. 1. αναγνωρίζω, διακρίνω κάτι από μακριά 2. γνωρίζω, ξέρω αρχ. 1. συγκρίνω, παραβάλλω 2. φρ. «ὡς ἀπεικάσαι»… … Dictionary of Greek